αυτοεξορισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοεξορισμένος η αυτοεξορισμένη το αυτοεξορισμένο
      γενική του αυτοεξορισμένου της αυτοεξορισμένης του αυτοεξορισμένου
    αιτιατική τον αυτοεξορισμένο την αυτοεξορισμένη το αυτοεξορισμένο
     κλητική αυτοεξορισμένε αυτοεξορισμένη αυτοεξορισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοεξορισμένοι οι αυτοεξορισμένες τα αυτοεξορισμένα
      γενική των αυτοεξορισμένων των αυτοεξορισμένων των αυτοεξορισμένων
    αιτιατική τους αυτοεξορισμένους τις αυτοεξορισμένες τα αυτοεξορισμένα
     κλητική αυτοεξορισμένοι αυτοεξορισμένες αυτοεξορισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αυτοεξορισμένος




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.