αυτοδιαφημισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοδιαφημισμένος η αυτοδιαφημισμένη το αυτοδιαφημισμένο
      γενική του αυτοδιαφημισμένου της αυτοδιαφημισμένης του αυτοδιαφημισμένου
    αιτιατική τον αυτοδιαφημισμένο την αυτοδιαφημισμένη το αυτοδιαφημισμένο
     κλητική αυτοδιαφημισμένε αυτοδιαφημισμένη αυτοδιαφημισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοδιαφημισμένοι οι αυτοδιαφημισμένες τα αυτοδιαφημισμένα
      γενική των αυτοδιαφημισμένων των αυτοδιαφημισμένων των αυτοδιαφημισμένων
    αιτιατική τους αυτοδιαφημισμένους τις αυτοδιαφημισμένες τα αυτοδιαφημισμένα
     κλητική αυτοδιαφημισμένοι αυτοδιαφημισμένες αυτοδιαφημισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αυτοδιαφημισμένος





Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.