αυτοδιαφημίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοδιαφημίζομαι < αυτο- + διαφημίζομαι
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοδιαφημίζομαι | αυτοδιαφημιζόμουν(α) | θα αυτοδιαφημίζομαι | να αυτοδιαφημίζομαι | ||
| β' ενικ. | αυτοδιαφημίζεσαι | αυτοδιαφημιζόσουν(α) | θα αυτοδιαφημίζεσαι | να αυτοδιαφημίζεσαι | (αυτοδιαφημίζου) | |
| γ' ενικ. | αυτοδιαφημίζεται | αυτοδιαφημιζόταν(ε) | θα αυτοδιαφημίζεται | να αυτοδιαφημίζεται | ||
| α' πληθ. | αυτοδιαφημιζόμαστε | αυτοδιαφημιζόμαστε αυτοδιαφημιζόμασταν |
θα αυτοδιαφημιζόμαστε | να αυτοδιαφημιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοδιαφημίζεστε | αυτοδιαφημιζόσαστε αυτοδιαφημιζόσασταν |
θα αυτοδιαφημίζεστε | να αυτοδιαφημίζεστε | (αυτοδιαφημίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αυτοδιαφημίζονται | αυτοδιαφημίζονταν αυτοδιαφημιζόντουσαν |
θα αυτοδιαφημίζονται | να αυτοδιαφημίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοδιαφημίστηκα | θα αυτοδιαφημιστώ | να αυτοδιαφημιστώ | αυτοδιαφημιστεί | ||
| β' ενικ. | αυτοδιαφημίστηκες | θα αυτοδιαφημιστείς | να αυτοδιαφημιστείς | αυτοδιαφημίσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοδιαφημίστηκε | θα αυτοδιαφημιστεί | να αυτοδιαφημιστεί | |||
| α' πληθ. | αυτοδιαφημιστήκαμε | θα αυτοδιαφημιστούμε | να αυτοδιαφημιστούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοδιαφημιστήκατε | θα αυτοδιαφημιστείτε | να αυτοδιαφημιστείτε | αυτοδιαφημιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοδιαφημίστηκαν αυτοδιαφημιστήκαν(ε) |
θα αυτοδιαφημιστούν(ε) | να αυτοδιαφημιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοδιαφημιστεί | είχα αυτοδιαφημιστεί | θα έχω αυτοδιαφημιστεί | να έχω αυτοδιαφημιστεί | αυτοδιαφημισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοδιαφημιστεί | είχες αυτοδιαφημιστεί | θα έχεις αυτοδιαφημιστεί | να έχεις αυτοδιαφημιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοδιαφημιστεί | είχε αυτοδιαφημιστεί | θα έχει αυτοδιαφημιστεί | να έχει αυτοδιαφημιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοδιαφημιστεί | είχαμε αυτοδιαφημιστεί | θα έχουμε αυτοδιαφημιστεί | να έχουμε αυτοδιαφημιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοδιαφημιστεί | είχατε αυτοδιαφημιστεί | θα έχετε αυτοδιαφημιστεί | να έχετε αυτοδιαφημιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοδιαφημιστεί | είχαν αυτοδιαφημιστεί | θα έχουν αυτοδιαφημιστεί | να έχουν αυτοδιαφημιστεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοδιαφημίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.