αυτογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτογραφικός | η | αυτογραφική | το | αυτογραφικό |
| γενική | του | αυτογραφικού | της | αυτογραφικής | του | αυτογραφικού |
| αιτιατική | τον | αυτογραφικό | την | αυτογραφική | το | αυτογραφικό |
| κλητική | αυτογραφικέ | αυτογραφική | αυτογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτογραφικοί | οι | αυτογραφικές | τα | αυτογραφικά |
| γενική | των | αυτογραφικών | των | αυτογραφικών | των | αυτογραφικών |
| αιτιατική | τους | αυτογραφικούς | τις | αυτογραφικές | τα | αυτογραφικά |
| κλητική | αυτογραφικοί | αυτογραφικές | αυτογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτογραφικός < αυτογραφία / αυτόγραφο + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αυτογραφία, αυτόγραφο, αυτός και γράφω
Μεταφράσεις
αυτογραφικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.