αυτόγραφο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτόγραφο τα αυτόγραφα
      γενική του αυτόγραφου των αυτόγραφων
    αιτιατική το αυτόγραφο τα αυτόγραφα
     κλητική αυτόγραφο αυτόγραφα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτόγραφο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική autographe < ελληνιστική κοινή αὐτόγραφον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈfto.ɣɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτόγραφο

Ουσιαστικό

αυτόγραφο ουδέτερο

  • σημείωμα με αφιέρωση και την υπογραφή ενός συγγραφέα, ηθοποιού, μουσικού κλπ που δίνεται ως αναμνηστικό σε έναν θαυμαστή του
    Οι θαυμαστές περιτριγύρισαν τον τραγουδιστή για να πάρουν ένα αυτόγραφο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.