αυτογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτογραφία οι αυτογραφίες
      γενική της αυτογραφίας των αυτογραφιών
    αιτιατική την αυτογραφία τις αυτογραφίες
     κλητική αυτογραφία αυτογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική autographie < αρχαία ελληνική αὐτός + γράφω

Ουσιαστικό

αυτογραφία θηλυκό

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.