αυτοβιογραφούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοβιογραφούμενος | η | αυτοβιογραφούμενη | το | αυτοβιογραφούμενο |
| γενική | του | αυτοβιογραφούμενου | της | αυτοβιογραφούμενης | του | αυτοβιογραφούμενου |
| αιτιατική | τον | αυτοβιογραφούμενο | την | αυτοβιογραφούμενη | το | αυτοβιογραφούμενο |
| κλητική | αυτοβιογραφούμενε | αυτοβιογραφούμενη | αυτοβιογραφούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοβιογραφούμενοι | οι | αυτοβιογραφούμενες | τα | αυτοβιογραφούμενα |
| γενική | των | αυτοβιογραφούμενων | των | αυτοβιογραφούμενων | των | αυτοβιογραφούμενων |
| αιτιατική | τους | αυτοβιογραφούμενους | τις | αυτοβιογραφούμενες | τα | αυτοβιογραφούμενα |
| κλητική | αυτοβιογραφούμενοι | αυτοβιογραφούμενες | αυτοβιογραφούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αυτοβιογραφούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.