αυτοβιογραφούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοβιογραφούμαι < αυτοβιογραφία + -ούμαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοβιογραφούμαι | αυτοβιογραφούμουν | θα αυτοβιογραφούμαι | να αυτοβιογραφούμαι | ||
| β' ενικ. | αυτοβιογραφείσαι | αυτοβιογραφούσουν | θα αυτοβιογραφείσαι | να αυτοβιογραφείσαι | ||
| γ' ενικ. | αυτοβιογραφείται | αυτοβιογραφούνταν | θα αυτοβιογραφείται | να αυτοβιογραφείται | ||
| α' πληθ. | αυτοβιογραφούμαστε | αυτοβιογραφούμασταν αυτοβιογραφούμαστε |
θα αυτοβιογραφούμαστε | να αυτοβιογραφούμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοβιογραφείστε | αυτοβιογραφούσασταν αυτοβιογραφούσαστε |
θα αυτοβιογραφείστε | να αυτοβιογραφείστε | αυτοβιογραφείστε | |
| γ' πληθ. | αυτοβιογραφούνται | αυτοβιογραφούνταν | θα αυτοβιογραφούνται | να αυτοβιογραφούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοβιογραφήθηκα | θα αυτοβιογραφηθώ | να αυτοβιογραφηθώ | αυτοβιογραφηθεί | ||
| β' ενικ. | αυτοβιογραφήθηκες | θα αυτοβιογραφηθείς | να αυτοβιογραφηθείς | αυτοβιογραφήσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοβιογραφήθηκε | θα αυτοβιογραφηθεί | να αυτοβιογραφηθεί | |||
| α' πληθ. | αυτοβιογραφηθήκαμε | θα αυτοβιογραφηθούμε | να αυτοβιογραφηθούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοβιογραφηθήκατε | θα αυτοβιογραφηθείτε | να αυτοβιογραφηθείτε | αυτοβιογραφηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοβιογραφήθηκαν αυτοβιογραφηθήκαν(ε) |
θα αυτοβιογραφηθούν(ε) | να αυτοβιογραφηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοβιογραφηθεί | είχα αυτοβιογραφηθεί | θα έχω αυτοβιογραφηθεί | να έχω αυτοβιογραφηθεί | αυτοβιογραφημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοβιογραφηθεί | είχες αυτοβιογραφηθεί | θα έχεις αυτοβιογραφηθεί | να έχεις αυτοβιογραφηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοβιογραφηθεί | είχε αυτοβιογραφηθεί | θα έχει αυτοβιογραφηθεί | να έχει αυτοβιογραφηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοβιογραφηθεί | είχαμε αυτοβιογραφηθεί | θα έχουμε αυτοβιογραφηθεί | να έχουμε αυτοβιογραφηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοβιογραφηθεί | είχατε αυτοβιογραφηθεί | θα έχετε αυτοβιογραφηθεί | να έχετε αυτοβιογραφηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοβιογραφηθεί | είχαν αυτοβιογραφηθεί | θα έχουν αυτοβιογραφηθεί | να έχουν αυτοβιογραφηθεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοβιογραφούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.