αυτοβιογράφηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοβιογράφηση οι αυτοβιογραφήσεις
      γενική της αυτοβιογράφησης των αυτοβιογραφήσεων
    αιτιατική την αυτοβιογράφηση τις αυτοβιογραφήσεις
     κλητική αυτοβιογράφηση αυτοβιογραφήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοβιογράφηση < (αυτοβιογραφούμαι) αυτο-βιογραφη- + -ση

Ουσιαστικό

αυτοβιογράφηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.