μαντρότοιχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαντρότοιχος | οι | μαντρότοιχοι |
| γενική | του | μαντρότοιχου | των | μαντρότοιχων |
| αιτιατική | τον | μαντρότοιχο | τους | μαντρότοιχους |
| κλητική | μαντρότοιχε | μαντρότοιχοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μαντρότοιχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.