αττικίζων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αττικίζων | η | αττικίζουσα | το | αττικίζον |
| γενική | του | αττικίζοντος & αττικίζοντα1 |
της | αττικίζουσας & αττικιζούσης* |
του | αττικίζοντος |
| αιτιατική | τον | αττικίζοντα | την | αττικίζουσα | το | αττικίζον |
| κλητική | αττικίζων | αττικίζουσα | αττικίζον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αττικίζοντες | οι | αττικίζουσες | τα | αττικίζοντα |
| γενική | των | αττικιζόντων | των | αττικιζουσών | των | αττικιζόντων |
| αιτιατική | τους | αττικίζοντες | τις | αττικίζουσες | τα | αττικίζοντα |
| κλητική | αττικίζοντες | αττικίζουσες | αττικίζοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αττικίζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀττικίζω ((ελληνιστική κοινή)), αττικίζω [1]
Συγγενικά
- αττικίζουσα (γλώσσα)
- → δείτε τις λέξεις αττικίζω και Αττική
Αναφορές
- αττικίζων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.