αττικίζων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αττικίζων η αττικίζουσα το αττικίζον
      γενική του αττικίζοντος
& αττικίζοντα1
της αττικίζουσας
& αττικιζούσης*
του αττικίζοντος
    αιτιατική τον αττικίζοντα την αττικίζουσα το αττικίζον
     κλητική αττικίζων αττικίζουσα αττικίζον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αττικίζοντες οι αττικίζουσες τα αττικίζοντα
      γενική των αττικιζόντων των αττικιζουσών των αττικιζόντων
    αιτιατική τους αττικίζοντες τις αττικίζουσες τα αττικίζοντα
     κλητική αττικίζοντες αττικίζουσες αττικίζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αττικίζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀττικίζω ((ελληνιστική κοινή)), αττικίζω [1]

Μετοχή

αττικίζων

  • που αττικίζει, που έχει τα χαρακτηριστικά της αρχαίας αττικής διαλέκτου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.