ἀττικίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀττικίζω < Ἀττική

Ρήμα

ἀττικίζω

  1. συντάσσομαι με τις απόψεις, τα συμφέροντα των Αθηναίων
  2. μιλώ, γράφω, έχω την προφορά, το ύφος, την γραφή των Αθηναίων

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.