ατσίδα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈt͡si.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατσίδα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατσίδα οι ατσίδες
      γενική της ατσίδας των ατσίδων
    αιτιατική την ατσίδα τις ατσίδες
     κλητική ατσίδα ατσίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ατσίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *ἀτσίδα όπως στον τύπο ἀτσίδι (κουνάβι) < αρχαία ελληνική grc από την αιτιατική ενικού «τὴν ἰκτίδα». Περισσότερα στο ἀτσίδι.

Ουσιαστικό

ατσίδα θηλυκό

  1. (προφορικό, μεταφορικά) πολύ έξυπνος άνθρωπος, καπάτσος
    άλλες μορφές: ατσίδας (αρσενικό)
     συνώνυμα: που πιάνει πουλιά στον αέρα
  2. (ιδιωματικό) άλλη μορφή του ατσίδι: (ζώο) η νυφίτσα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ατσίδα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ατσίδα αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.