ατσίδα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈt͡si.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τσί‐δα
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ατσίδα | οι | ατσίδες |
| γενική | της | ατσίδας | των | ατσίδων |
| αιτιατική | την | ατσίδα | τις | ατσίδες |
| κλητική | ατσίδα | ατσίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- ατσίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *ἀτσίδα όπως στον τύπο ἀτσίδι (κουνάβι) < αρχαία ελληνική grc από την αιτιατική ενικού «τὴν ἰκτίδα». Περισσότερα στο ἀτσίδι.
Ουσιαστικό
ατσίδα θηλυκό
Παράγωγα
Μεταφράσεις
προφορική μεταφορά για πολύ έξυπνο άνθρωπο
|
|
Ετυμολογία 2
- ατσίδα: κλιτικός τύπος
Πηγές
- ατσίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ατσίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ατσίδα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.