ατσιδοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ατσιδοσύνη | οι | ατσιδοσύνες |
| γενική | της | ατσιδοσύνης | — | |
| αιτιατική | την | ατσιδοσύνη | τις | ατσιδοσύνες |
| κλητική | ατσιδοσύνη | ατσιδοσύνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.t͡si.ðoˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τσι‐δο‐σύ‐νη
Μεταφράσεις
ατσιδοσύνη
|
→ δείτε τη λέξη καπατσοσύνη |
Πηγές
- ατσιδοσύνη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.