ατοποθέτητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατοποθέτητος η ατοποθέτητη το ατοποθέτητο
      γενική του ατοποθέτητου της ατοποθέτητης του ατοποθέτητου
    αιτιατική τον ατοποθέτητο την ατοποθέτητη το ατοποθέτητο
     κλητική ατοποθέτητε ατοποθέτητη ατοποθέτητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατοποθέτητοι οι ατοποθέτητες τα ατοποθέτητα
      γενική των ατοποθέτητων των ατοποθέτητων των ατοποθέτητων
    αιτιατική τους ατοποθέτητους τις ατοποθέτητες τα ατοποθέτητα
     κλητική ατοποθέτητοι ατοποθέτητες ατοποθέτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατοποθέτητος < α- + τοποθετώ + -τος

Επίθετο

ατοποθέτητος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.