ατομοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ατομοκρατικός | η | ατομοκρατική | το | ατομοκρατικό |
| γενική | του | ατομοκρατικού | της | ατομοκρατικής | του | ατομοκρατικού |
| αιτιατική | τον | ατομοκρατικό | την | ατομοκρατική | το | ατομοκρατικό |
| κλητική | ατομοκρατικέ | ατομοκρατική | ατομοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ατομοκρατικοί | οι | ατομοκρατικές | τα | ατομοκρατικά |
| γενική | των | ατομοκρατικών | των | ατομοκρατικών | των | ατομοκρατικών |
| αιτιατική | τους | ατομοκρατικούς | τις | ατομοκρατικές | τα | ατομοκρατικά |
| κλητική | ατομοκρατικοί | ατομοκρατικές | ατομοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ατομοκρατικός < ατομοκράτης + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ατομοκράτης, άτομο, τέμνω και κράτος
Μεταφράσεις
ατομοκρατικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.