ατμοπλοϊκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατμοπλοϊκός η ατμοπλοϊκή το ατμοπλοϊκό
      γενική του ατμοπλοϊκού της ατμοπλοϊκής του ατμοπλοϊκού
    αιτιατική τον ατμοπλοϊκό την ατμοπλοϊκή το ατμοπλοϊκό
     κλητική ατμοπλοϊκέ ατμοπλοϊκή ατμοπλοϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατμοπλοϊκοί οι ατμοπλοϊκές τα ατμοπλοϊκά
      γενική των ατμοπλοϊκών των ατμοπλοϊκών των ατμοπλοϊκών
    αιτιατική τους ατμοπλοϊκούς τις ατμοπλοϊκές τα ατμοπλοϊκά
     κλητική ατμοπλοϊκοί ατμοπλοϊκές ατμοπλοϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατμοπλοϊκός < ατμόπλοι(ο) + -ικός

Επίθετο

ατμοπλοϊκός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.