ατμοκίνητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατμοκίνητος η ατμοκίνητη το ατμοκίνητο
      γενική του ατμοκίνητου της ατμοκίνητης του ατμοκίνητου
    αιτιατική τον ατμοκίνητο την ατμοκίνητη το ατμοκίνητο
     κλητική ατμοκίνητε ατμοκίνητη ατμοκίνητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατμοκίνητοι οι ατμοκίνητες τα ατμοκίνητα
      γενική των ατμοκίνητων των ατμοκίνητων των ατμοκίνητων
    αιτιατική τους ατμοκίνητους τις ατμοκίνητες τα ατμοκίνητα
     κλητική ατμοκίνητοι ατμοκίνητες ατμοκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατμοκίνητος < ατμο- + -κίνητος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική steam-driven[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.tmoˈci.ni.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατμοκίνητος

Επίθετο

ατμοκίνητος, -η, -ο

  • αυτός που κινείται με τη δύναμη του ατμού

Συνώνυμα

λόγια:

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.