ατμήρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ατμήρης | η | ατμήρης | το | ατμήρες |
| γενική | του | ατμήρους* | της | ατμήρους | του | ατμήρους |
| αιτιατική | τον | ατμήρη | την | ατμήρη | το | ατμήρες |
| κλητική | ατμήρη(ς) | ατμήρης | ατμήρες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ατμήρεις | οι | ατμήρεις | τα | ατμήρη |
| γενική | των | ατμήρων | των | ατμήρων | των | ατμήρων |
| αιτιατική | τους | ατμήρεις | τις | ατμήρεις | τα | ατμήρη |
| κλητική | ατμήρεις | ατμήρεις | ατμήρη | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ατμήρης < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀτμήρης, ατμ- (< ατμ(ός) ) + -ήρης
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ατμήρης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.