ατέρμαντος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατέρμαντος η ατέρμαντη το ατέρμαντο
      γενική του ατέρμαντου της ατέρμαντης του ατέρμαντου
    αιτιατική τον ατέρμαντο την ατέρμαντη το ατέρμαντο
     κλητική ατέρμαντε ατέρμαντη ατέρμαντο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατέρμαντοι οι ατέρμαντες τα ατέρμαντα
      γενική των ατέρμαντων των ατέρμαντων των ατέρμαντων
    αιτιατική τους ατέρμαντους τις ατέρμαντες τα ατέρμαντα
     κλητική ατέρμαντοι ατέρμαντες ατέρμαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατέρμαντος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀτέρμαντος < ἀ- (στερητικό) + τέρμα

Προφορά

ΔΦΑ : /a'ter.ma.(ⁿ)dos/

Επίθετο

ατέρμαντος, -η, -ο

  1. που δεν έχει τέρμα, ατελείωτος
      Κι ὅμως, τό νιώθω τό νερό, πού ἀμίλητο κυλάει / γι' ἀκρογιαλιές ἀτέρμαντες, στοῦ ἀπείρου τήν ψυχή. (Ζαμπέλ Σιμπύλ, Στη Θάλασσα. Μετάφραση: Κούλης Αλέπης στην Αρμενική Ανθολογία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.