ἀτελής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀτελής < ἀ- στερητικό + τέλος

Επίθετο

ἀτελής, -ής, -ές

  1. χωρίς τέλος
    1. που δεν έφτασε στο τέλος του, ανολοκλήρωτος
    2. που δεν επιτεύχθηκε
    3. που δεν έχει τέλος, που δεν τελειώνει ποτέ
    4. ατελής
  2. χωρίς τέλη
    1. ελεύθερος από φόρους ή εισφορές, ατελής
    2. αφορολόγητος
  3. αμύητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.