ἀτελής
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ἀτελής, -ής, -ές
- χωρίς τέλος
- που δεν έφτασε στο τέλος του, ανολοκλήρωτος
- που δεν επιτεύχθηκε
- που δεν έχει τέλος, που δεν τελειώνει ποτέ
- ατελής
- χωρίς τέλη
- ελεύθερος από φόρους ή εισφορές, ατελής
- αφορολόγητος
- αμύητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.