ασχετίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασχετίλα οι ασχετίλες
      γενική της ασχετίλας
    αιτιατική την ασχετίλα τις ασχετίλες
     κλητική ασχετίλα ασχετίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασχετίλα < άσχετος + -ίλα < αρχαία ελληνική ἄσχετος < σχεῖν / ἔχω

Ουσιαστικό

ασχετίλα θηλυκό

  • (λαϊκότροπο, προφορικό, μειωτικό) η ασχετοσύνη, η παντελής έλλειψη γνώσης για κάποιο θέμα
      Αν φτώχεια σημαίνει πως λείπουν καλά ραδιόφωνα, μπορεί και να δείχνει πόση ασχετίλα υπάρχει.[1]
      Ως τώρα, όλοι τους, αυτοί και άλλοι, προσπαθούσαν να κρύψουν την αμήχανη ασχετίλα τους πιπερολογώντας και κρυπτόμενοι πίσω από εκφράσεις τύπου «θα αγωνιστούμε τώρα από ένα νέο μετερίζι» με περισσότερο ντιριντάχτα.[2]

Συγγενικά

Αναφορές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.