ασφαλισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφαλισμένος η ασφαλισμένη το ασφαλισμένο
      γενική του ασφαλισμένου της ασφαλισμένης του ασφαλισμένου
    αιτιατική τον ασφαλισμένο την ασφαλισμένη το ασφαλισμένο
     κλητική ασφαλισμένε ασφαλισμένη ασφαλισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφαλισμένοι οι ασφαλισμένες τα ασφαλισμένα
      γενική των ασφαλισμένων των ασφαλισμένων των ασφαλισμένων
    αιτιατική τους ασφαλισμένους τις ασφαλισμένες τα ασφαλισμένα
     κλητική ασφαλισμένοι ασφαλισμένες ασφαλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ασφαλισμένος




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.