αστή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστή οι αστές
      γενική της αστής των αστών
    αιτιατική την αστή τις αστές
     κλητική αστή αστές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστή < αστ(ός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈsti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αστή
τονικά παρώνυμα: άστυ, άστη (< άσ' την)

Ουσιαστικό

αστή θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αστός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.