αστραφτερά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αστραφτερά
<
αστραφτερός
+
-ά
Επίρρημα
αστραφτερά
που
αστράφτουν
Συνώνυμα
λαμπερά
Μεταφράσεις
αστραφτερά
αγγλικά
:
shiningly
(en)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αστραφτερά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αστραφτερό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.