χαιρετίσματα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαιρετίσματα < πληθυντικός αριθμός του χαιρέτισμα < χαιρετίζω + -μα

Ουσιαστικό

χαιρετίσματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. η ενέργεια με την οποία χαιρετώ κάποιον που βρίσκεται μακριά μέσω τρίτου
    Γεια σου ... και δώσε τα χαιρετίσματά μου στη γυναίκα σου.
    Είδα τον Αντώνη και σου στέλνει χαιρετίσματα.
  2. (ειρωνικά) σε έκφραση δυσπιστίας ή/και απαισιοδοξίας
    Ο κανακάρης τους να πιάσει δουλειά; Χαιρετίσματα!

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.