χαιρετίσματα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαιρετίσματα < πληθυντικός αριθμός του χαιρέτισμα < χαιρετίζω + -μα
Ουσιαστικό
χαιρετίσματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η ενέργεια με την οποία χαιρετώ κάποιον που βρίσκεται μακριά μέσω τρίτου
- Γεια σου ... και δώσε τα χαιρετίσματά μου στη γυναίκα σου.
- Είδα τον Αντώνη και σου στέλνει χαιρετίσματα.
- (ειρωνικά) σε έκφραση δυσπιστίας ή/και απαισιοδοξίας
- Ο κανακάρης τους να πιάσει δουλειά; Χαιρετίσματα!
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.