ασιανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασιανισμός οι ασιανισμοί
      γενική του ασιανισμού των ασιανισμών
    αιτιατική τον ασιανισμό τους ασιανισμούς
     κλητική ασιανισμέ ασιανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασιανισμός < ασιανίζω + -μός (μαρτυρείται από το 1830)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.si.a.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασιανισμός

Ουσιαστικό

ασιανισμός αρσενικό

  1. η μίμηση του τρόπου διαβίωσης των Ασιατών
     συνώνυμα: ασιατισμός
  2. η μοιρολατρική θεώρηση της ζωής
  3. (φιλολογία) λογοτεχνικό ύφος της ελληνιστικής περιόδου με χαρακτηριστικά την πομπώδη έκφραση με παρηχήσεις, ισόκωλα και ομοιοτέλευτα
      Την περίοδο λοιπόν αυτή η ρητορική ακολουθεί αυτόνομη πορεία ως προς το περιεχόμενο και την μορφολογική της δομή, και προσδιορίζεται από δύο ισχυρά υφολογικά ρεύµατα: το πρώτο είναι ο «ασιανισµός», που αντιστοιχεί σε ένα περίτεχνο ύφος µε στόχο τον φραστικό εντυπωσιασµό και ονοµάστηκε έτσι από τις ρητορικές σχολές της Μικράς Ασίας στις οποίες διδασκόταν. Ο Φιλόστρατος περιγράφει τον ασιανισμό ως μια φόρμα που προσπαθεί και επιδιώκει, αλλά ποτέ δεν πετυχαίνει το μεγάλο ύφος.
    Κωνσταντίνος Τσίπρας, Τέσσερεις λόγοι του Δίωνος Χρυσοστόμου περί Διογένους του Κυνικού, διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Φιλολογίας. Τομέας Κλασσικής Φιλολογίας, 2019. σελ. 31

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.