ασιατισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ασιατισμός | οι | ασιατισμοί |
| γενική | του | ασιατισμού | των | ασιατισμών |
| αιτιατική | τον | ασιατισμό | τους | ασιατισμούς |
| κλητική | ασιατισμέ | ασιατισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασιατισμός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα Ἀσιατισμός, η λέξη από το 1868 [1] < ασιατίζω (όπως από το απαρέμφατο της καθαρεύουσας Ἀσιατίζειν), ασιατισ- + -μός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.si.a.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σι‐α‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
ασιατισμός αρσενικό
- η μίμηση του ασιατικού τρόπου ζωής
- ※ Η πολιτική του Μ. Αλεξάνδρου βοήθησε στον πολιτισμό που προήλθε από την αμοιβαία αλληλεπίδραση ελληνισμού-ασιατισμού, με επικράτηση των γνωρισμάτων του ελληνισμού, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι η επιμιξία αυτή, άφησε ανέπαφη την ελληνική παράδοση.
- Σωκράτης Ματσούκας, Η εκπαίδευση στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών, Τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού, 2004, σελ. 14
- ※ Η πολιτική του Μ. Αλεξάνδρου βοήθησε στον πολιτισμό που προήλθε από την αμοιβαία αλληλεπίδραση ελληνισμού-ασιατισμού, με επικράτηση των γνωρισμάτων του ελληνισμού, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι η επιμιξία αυτή, άφησε ανέπαφη την ελληνική παράδοση.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ασιατισμός
|
|
Αναφορές
- σελ. 166, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- ασιατισμός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.