ασιανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ασιανίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀσιανίζω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε Ασιαν(ός) + -ίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.si.aˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σι‐α‐νί‐ζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ασιανίζω | ασιάνιζα | θα ασιανίζω | να ασιανίζω | ασιανίζοντας | |
| β' ενικ. | ασιανίζεις | ασιάνιζες | θα ασιανίζεις | να ασιανίζεις | ασιάνιζε | |
| γ' ενικ. | ασιανίζει | ασιάνιζε | θα ασιανίζει | να ασιανίζει | ||
| α' πληθ. | ασιανίζουμε | ασιανίζαμε | θα ασιανίζουμε | να ασιανίζουμε | ||
| β' πληθ. | ασιανίζετε | ασιανίζατε | θα ασιανίζετε | να ασιανίζετε | ασιανίζετε | |
| γ' πληθ. | ασιανίζουν(ε) | ασιάνιζαν ασιανίζαν(ε) |
θα ασιανίζουν(ε) | να ασιανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ασιάνισα | θα ασιανίσω | να ασιανίσω | ασιανίσει | ||
| β' ενικ. | ασιάνισες | θα ασιανίσεις | να ασιανίσεις | ασιάνισε | ||
| γ' ενικ. | ασιάνισε | θα ασιανίσει | να ασιανίσει | |||
| α' πληθ. | ασιανίσαμε | θα ασιανίσουμε | να ασιανίσουμε | |||
| β' πληθ. | ασιανίσατε | θα ασιανίσετε | να ασιανίσετε | ασιανίστε | ||
| γ' πληθ. | ασιάνισαν ασιανίσαν(ε) |
θα ασιανίσουν(ε) | να ασιανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ασιανίσει | είχα ασιανίσει | θα έχω ασιανίσει | να έχω ασιανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ασιανίσει | είχες ασιανίσει | θα έχεις ασιανίσει | να έχεις ασιανίσει | έχε ασιανισμένο | |
| γ' ενικ. | έχει ασιανίσει | είχε ασιανίσει | θα έχει ασιανίσει | να έχει ασιανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ασιανίσει | είχαμε ασιανίσει | θα έχουμε ασιανίσει | να έχουμε ασιανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ασιανίσει | είχατε ασιανίσει | θα έχετε ασιανίσει | να έχετε ασιανίσει | έχετε ασιανισμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν ασιανίσει | είχαν ασιανίσει | θα έχουν ασιανίσει | να έχουν ασιανίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ασιανισμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ασιανισμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ασιανισμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ασιανισμένο | |||||
Συγγενικά
- ασιανισμός
- → και δείτε τη λέξη Ασία
Μεταφράσεις
ασιανίζω
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ασιανισμός
Πηγές
- ασιανίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.