ασβεστόλιθος
Νέα ελληνικά (el)

δείγμα ασβεστόλιθου
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ασβεστόλιθος | οι | ασβεστόλιθοι |
| γενική | του | ασβεστόλιθου & ασβεστολίθου |
των | ασβεστόλιθων & ασβεστολίθων |
| αιτιατική | τον | ασβεστόλιθο | τους | ασβεστόλιθους & ασβεστολίθους |
| κλητική | ασβεστόλιθε | ασβεστόλιθοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασβεστόλιθος < άσβεστ(ος) + -ο- + λίθος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική calcaire < λατινική calcaneum)
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1874.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.zveˈsto.li.θos/
Ουσιαστικό
ασβεστόλιθος αρσενικό
- (ορυκτολογία) ιζηματογενές ορυκτό πέτρωμα, αποτελούμενο κατά 50% από ασβεστίτη. Το χρώμα του ποικίλει και χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή τσιμέντου
Συνώνυμα
- ασβεστόπετρα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.