αρώσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρώσιμος η αρώσιμη το αρώσιμο
      γενική του αρώσιμου της αρώσιμης του αρώσιμου
    αιτιατική τον αρώσιμο την αρώσιμη το αρώσιμο
     κλητική αρώσιμε αρώσιμη αρώσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρώσιμοι οι αρώσιμες τα αρώσιμα
      γενική των αρώσιμων των αρώσιμων των αρώσιμων
    αιτιατική τους αρώσιμους τις αρώσιμες τα αρώσιμα
     κλητική αρώσιμοι αρώσιμες αρώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρώσιμος < αρχαία ελληνική ἀρώσιμος, άλλη γραφή του ἀρόσιμος < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erh₃- (οργώνω)

Επίθετο

αρώσιμος, -η, -ο

  • άλλη γραφή του αρόσιμος
    Τα βράχια αυτά, συμπαγής δολομιτικός ασβεστόλιθος που ευνοεί τη χαμηλή αλλά πλούσια βλάστηση και την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, υπήρξαν το φυσικό στοιχείο που μαζί με τη θάλασσα και τη λιγοστή αρώσιμη γη διαμόρφωσαν τις συνθήκες επιβίωσης των ανθρώπινων κοινωνιών της περιοχής, από την 4η χιλιετία π.Χ. ως σήμερα. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.