ἀρώσιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀρώσιμος | τὸ ἀρώσιμον | οἱ, αἱ ἀρώσιμοι | τὰ ἀρώσιμα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀρωσίμου | τοῦ ἀρωσίμου | τῶν ἀρωσίμων | τῶν ἀρωσίμων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀρωσίμῳ | τῷ ἀρωσίμῳ | τοῖς, ταῖς ἀρωσίμοις | τοῖς ἀρωσίμοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀρώσιμον | τὸ ἀρώσιμον | τοὺς, τὰς ἀρωσίμους | τὰ ἀρώσιμα |
| Κλητική | ἀρώσιμε | ἀρώσιμον | ἀρώσιμοι | ἀρώσιμα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀρωσίμω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀρωσίμοιν | |||
Επίθετο
ἀρώσιμος, -ος, -ον
- άλλη γραφή του ἀρόσιμος
- ἀρώσιμοι γὰρ χἀτέρων εἰσὶν γύαι. (Σοφοκλής, Αντιγόνη, 569)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.