ἀρόσιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀρόσιμος | τὸ ἀρόσιμον | οἱ, αἱ ἀρόσιμοι | τὰ ἀρόσιμα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀροσίμου | τοῦ ἀροσίμου | τῶν ἀροσίμων | τῶν ἀροσίμων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀροσίμῳ | τῷ ἀροσίμῳ | τοῖς, ταῖς ἀροσίμοις | τοῖς ἀροσίμοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀρόσιμον | τὸ ἀρόσιμον | τοὺς, τὰς ἀροσίμους | τὰ ἀρόσιμα |
| Κλητική | ἀρόσιμε | ἀρόσιμον | ἀρόσιμοι | ἀρόσιμα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀροσίμω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀροσίμοιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.