ἀρόσιμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀρόσιμος τὸ ἀρόσιμον οἱ, αἱ ἀρόσιμοι τὰ ἀρόσιμα
Γενική τοῦ, τῆς ἀροσίμου τοῦ ἀροσίμου τῶν ἀροσίμων τῶν ἀροσίμων
Δοτική τῷ, τῇ ἀροσίμῳ τῷ ἀροσίμῳ τοῖς, ταῖς ἀροσίμοις τοῖς ἀροσίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀρόσιμον τὸ ἀρόσιμον τοὺς, τὰς ἀροσίμους τὰ ἀρόσιμα
Κλητική ἀρόσιμε ἀρόσιμον ἀρόσιμοι ἀρόσιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀροσίμω
Γενική-Δοτική ἀροσίμοιν

Ετυμολογία

ἀρόσιμος < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erh₃- (οργώνω)

Επίθετο

ἀρόσιμος, -ος, -ον

  1. αρόσιμος
  2. καρπερός
  3. (μεταφορικά) κατάλληλος για τεκνοποίηση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.