αρχοντολόγι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχοντολόγι τα αρχοντολόγια
      γενική του αρχοντολογιού των αρχοντολογιών
    αιτιατική το αρχοντολόγι τα αρχοντολόγια
     κλητική αρχοντολόγι αρχοντολόγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.xon.doˈlo.ʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχοντολόγι

Ετυμολογία 1

αρχοντολόγι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρχοντολόγι, τύπου του ἀρχοντολόγιν

Ουσιαστικό

αρχοντολόγι ουδέτερο

  • (ιδιωματικό) μορφή του αρχοντολόι [1]
      […] τα πάντα διέπονταν από την κοινωνική ισχύ του αρχοντολογιού και την εξουσία των επικυρίαρχων Άγγλων.
    Ευριπίδης Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας σύνθετης σχέσης, 1820-1950 (Αθήνα: Καστανιώτης, ISBN 978-960-03-3099-1), σ. 224.

Ετυμολογία 2

αρχοντολόγι < αρχοντολόγ(ιο) + (-λόγι) για προσαρμογή στη δημοτική < (καθαρεύουσα) ἀρχοντολόγιον

Ουσιαστικό

αρχοντολόγι ουδέτερο

Αναφορές

  1. αρχοντολόι, αρχοντολόγι -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.