αρχοντολογιού

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.xon.do.loˈʝu/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχοντολογιού

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αρχοντολογιού ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρχοντολόι
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρχοντολόγι

Παρώνυμα

  • αρχοντολογίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.