ἀρχοντολόγι

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀρχοντολόγι < ἀρχοντολόγ(ιν) + . Μορφολογικά αναλύεται σε ἀρχοντο- + -λόγι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: αρχοντολόγι

Ουσιαστικό

ἀρχοντολόγι ουδέτερο

  • άλλη μορφή του ἀρχοντολόγιν: το αρχοντολόγι
      14ος αιώνας Ανωνύμου, Χρονικόν του Μορέως. Επιμελητής:Schmitt, 1904, Κώδικες H & P στις σελίδες 112+113
    • έκδ.2015, σελ.112, κώδικας Κοπεγχάγης (Havniensis)
      κι ἀφότου ἐσωρεύτησαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα,
      τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ Μορέως, ὅλης τῆς Μεσαρέας,
    • έκδ.2015, σελ.113, Παρισινός κώδικας (Parisinus)
      κι ἀφόντου ἐσυνάχτηκαν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδαν
      τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ Mορέως κι ὅλης τῆς Μεσαρέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.