ἀρχοντολόγι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀρχοντολόγι < ἀρχοντολόγ(ιν) + -ι. Μορφολογικά αναλύεται σε ἀρχοντο- + -λόγι
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: αρχοντολόγι
Ουσιαστικό
ἀρχοντολόγι ουδέτερο
- άλλη μορφή του ἀρχοντολόγιν: το αρχοντολόγι
- ※ 14ος αιώνας ⌘ Ανωνύμου, Χρονικόν του Μορέως. Επιμελητής:Schmitt, 1904, Κώδικες H & P στις σελίδες 112+113
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.