αρχινισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρχινισμένος | η | αρχινισμένη | το | αρχινισμένο |
| γενική | του | αρχινισμένου | της | αρχινισμένης | του | αρχινισμένου |
| αιτιατική | τον | αρχινισμένο | την | αρχινισμένη | το | αρχινισμένο |
| κλητική | αρχινισμένε | αρχινισμένη | αρχινισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρχινισμένοι | οι | αρχινισμένες | τα | αρχινισμένα |
| γενική | των | αρχινισμένων | των | αρχινισμένων | των | αρχινισμένων |
| αιτιατική | τους | αρχινισμένους | τις | αρχινισμένες | τα | αρχινισμένα |
| κλητική | αρχινισμένοι | αρχινισμένες | αρχινισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αρχινισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.