αρχινάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αρχινάω < αρχιν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρχινῶ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.çiˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχινάω

Ρήμα

αρχινάω/αρχινώ, αόρ.: αρχίνησα, μτχ.π.π.: αρχινημένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.