αρχιγραμματεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρχιγραμματεία | οι | αρχιγραμματείες |
| γενική | της | αρχιγραμματείας | των | αρχιγραμματειών |
| αιτιατική | την | αρχιγραμματεία | τις | αρχιγραμματείες |
| κλητική | αρχιγραμματεία | αρχιγραμματείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχιγραμματεία < αρχι- + γραμματεία
Ουσιαστικό
αρχιγραμματεία θηλυκό
- το επικεφαλής γραφείο μιας γραμματείας ή κάποιων γραμματειών
- (θρησκεία) διοικητικό γραφείο σε πατριαρχείο ή Ιερά Συνοδο
- (ιστορία) το κτήριο / γραφείο του επικεφαλής της κυβέρνησης (πρωθυπουργού)
- 1821-1823: Ιδρύονται η «Διοίκησις», η «Αρχιγραμματεία της Επικρατείας», τα «Μινιστέρια» (στη συνέχεια «Γραμματείες») προς άσκηση της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής λειτουργίας. (*)
Συγγενικά
- αρχιγραμματέας / ἀρχιγραμματεύς
- → δείτε τις λέξεις αρχι-, αρχή, γραμματεία και γράφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.