ἀρχιγραμματεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρχιγραμματεύς οἱ ἀρχιγραμματεῖς
      γενική τοῦ ἀρχιγραμματέως τῶν ἀρχιγραμματέων
      δοτική τῷ ἀρχιγραμματεῖ τοῖς ἀρχιγραμματεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀρχιγραμματέ τοὺς ἀρχιγραμματέᾱς
     κλητική ! ἀρχιγραμματεῦ ἀρχιγραμματεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρχιγραμματεῖ
γεν-δοτ τοῖν  ἀρχιγραμματέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀρχιγραμματεύς (ελληνιστική κοινή) < ἀρχι- + αρχαία ελληνική γραμματεύς

Ουσιαστικό

ἀρχιγραμματεύς αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.