πατριαρχείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατριαρχείο τα πατριαρχεία
      γενική του πατριαρχείου των πατριαρχείων
    αιτιατική το πατριαρχείο τα πατριαρχεία
     κλητική πατριαρχείο πατριαρχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατριαρχείο < μεσαιωνική ελληνική πατριαρχεῖον

Ουσιαστικό

πατριαρχείο ουδέτερο

  1. χριστιανική αρχιεπισκοπή η οποία για ιστορικούς λόγους έχει υψωθεί σε υψηλότερο θεσμικό επίπεδο από τις υπόλοιπες μητροπόλεις μιας ευρείας περιοχής και ασκεί πάνω σε αυτές πνευματική εποπτεία
  2. η έδρα του πατριάρχη, το κτήριο και οι υπηρεσίες που τον πλαισιώνουν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.