filing
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| filing | filings |
Προφορά
- ΔΦΑ : /faɪ.lɪŋ/
Ουσιαστικό
filing (en)
- τα ρινίσματα που προκύπτουν από την κατεργασία ενός αντικειμένου με λίμα ή άλλο παρόμοιο εργαλείο
- το λιμάρισμα
- η αρχειοθέτηση
- η εγγραφή ενός νομικού εγγράφου στο πρωτόκολλο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.