filing

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
filing filings

Προφορά

ΔΦΑ : /faɪ.lɪŋ/

Ουσιαστικό

filing (en)

  1. τα ρινίσματα που προκύπτουν από την κατεργασία ενός αντικειμένου με λίμα ή άλλο παρόμοιο εργαλείο
  2. το λιμάρισμα
  3. η αρχειοθέτηση
  4. η εγγραφή ενός νομικού εγγράφου στο πρωτόκολλο

Συγγενικά

Ρηματικός τύπος

filing (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.