αρχέγονα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αρχέγονα < αρχέγονος + -α < (ελληνιστική κοινή) ἀρχέγονος
Μεταφράσεις
αρχέγονα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αρχέγονα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αρχέγονος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.