αρχέγονα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αρχέγονα < αρχέγονος + < (ελληνιστική κοινή) ἀρχέγονος

Επίρρημα

αρχέγονα

  1. με αρχέγονο τρόπο
  2. σε αρχέγονο στάδιο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αρχέγονα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.