αρρεβωνιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρρεβωνιασμένος | η | αρρεβωνιασμένη | το | αρρεβωνιασμένο |
| γενική | του | αρρεβωνιασμένου | της | αρρεβωνιασμένης | του | αρρεβωνιασμένου |
| αιτιατική | τον | αρρεβωνιασμένο | την | αρρεβωνιασμένη | το | αρρεβωνιασμένο |
| κλητική | αρρεβωνιασμένε | αρρεβωνιασμένη | αρρεβωνιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρρεβωνιασμένοι | οι | αρρεβωνιασμένες | τα | αρρεβωνιασμένα |
| γενική | των | αρρεβωνιασμένων | των | αρρεβωνιασμένων | των | αρρεβωνιασμένων |
| αιτιατική | τους | αρρεβωνιασμένους | τις | αρρεβωνιασμένες | τα | αρρεβωνιασμένα |
| κλητική | αρρεβωνιασμένοι | αρρεβωνιασμένες | αρρεβωνιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾe.vo.ɲaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐ρε‐βω‐νια‐σμέ‐νος
Μετοχή
αρρεβωνιασμένος
- (προφορικό, λαϊκότροπο) λαϊκότροπη μορφή του αρραβωνιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αρρεβωνιάζω
Μεταφράσεις
αρρεβωνιασμένος
|
→ δείτε τη λέξη αρραβωνιασμένος |
Πηγές
- αρραβωνιασμένος, αρραβωνιασμένη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.