θετικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θετικότητα | οι | θετικότητες |
| γενική | της | θετικότητας | των | θετικοτήτων |
| αιτιατική | τη | θετικότητα | τις | θετικότητες |
| κλητική | θετικότητα | θετικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.tiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό
θετικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι θετικό(ς), η ιδιότητα του θετικού, ανάμεσα σε άλλα και σε κάποια ιατρική εξέταση
- η ακρίβεια
- η βεβαιότητα
- ※ […] εκρύφθηκ' αίφνης και δεν έμαθε κανείς
με θετικότητα τι έγινε
(ουδέ κανείς ποτέ είδεν τάφον του).- Κωνσταντίνος Καβάφης, Είγε ετελεύτα, στίχοι 5-7
- ※ […] εκρύφθηκ' αίφνης και δεν έμαθε κανείς
Μεταφράσεις
θετικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.