θετικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θετικότητα οι θετικότητες
      γενική της θετικότητας των θετικοτήτων
    αιτιατική τη θετικότητα τις θετικότητες
     κλητική θετικότητα θετικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θετικότητα < θετικός + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.tiˈko.ti.ta/

Ουσιαστικό

θετικότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ή κάτι θετικό(ς), η ιδιότητα του θετικού, ανάμεσα σε άλλα και σε κάποια ιατρική εξέταση
  2. η ακρίβεια
  3. η βεβαιότητα
      [] εκρύφθηκ' αίφνης και δεν έμαθε κανείς
    με θετικότητα τι έγινε
    (ουδέ κανείς ποτέ είδεν τάφον του).
    Κωνσταντίνος Καβάφης, Είγε ετελεύτα, στίχοι 5-7

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.