αρμυρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρμυρός η αρμυρή το αρμυρό
      γενική του αρμυρού της αρμυρής του αρμυρού
    αιτιατική τον αρμυρό την αρμυρή το αρμυρό
     κλητική αρμυρέ αρμυρή αρμυρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρμυροί οι αρμυρές τα αρμυρά
      γενική των αρμυρών των αρμυρών των αρμυρών
    αιτιατική τους αρμυρούς τις αρμυρές τα αρμυρά
     κλητική αρμυροί αρμυρές αρμυρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρμυρός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁρμυρός < αρχαία ελληνική ἁλμυρός, με τροπή [l] > [r] [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.miˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρμυρός

Επίθετο

αρμυρός, -ή, -ό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.