αρματωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρματωμένος η αρματωμένη το αρματωμένο
      γενική του αρματωμένου της αρματωμένης του αρματωμένου
    αιτιατική τον αρματωμένο την αρματωμένη το αρματωμένο
     κλητική αρματωμένε αρματωμένη αρματωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρματωμένοι οι αρματωμένες τα αρματωμένα
      γενική των αρματωμένων των αρματωμένων των αρματωμένων
    αιτιατική τους αρματωμένους τις αρματωμένες τα αρματωμένα
     κλητική αρματωμένοι αρματωμένες αρματωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αρματωμένος




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.