αριθμομνήμων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αριθμομνήμων | οι | αριθμομνήμονες |
| γενική | του/της | αριθμομνήμονος | των | αριθμομνημόνων |
| αιτιατική | τον/την | αριθμομνήμονα | τους/τις | αριθμομνήμονες |
| κλητική | αριθμομνήμων & αριθμομνήμον* |
αριθμομνήμονες | ||
| * Κατά την αρχαία κλίση. Δείτε και το νεότερο αριθμομνήμονας. | ||||
| Κατηγορία όπως «εμπειρογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αριθμομνήμων < αριθμ(ός) + -ο- + αρχαία ελληνική μνήμων
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾiθ.moˈmni.mon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ριθ‐μο‐μνή‐μων
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐ρι‐θμο‐μνή‐μων
Μεταφράσεις
αριθμομνήμων
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.