αρθρογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρθρογραφία οι αρθρογραφίες
      γενική της αρθρογραφίας των αρθρογραφιών
    αιτιατική την αρθρογραφία τις αρθρογραφίες
     κλητική αρθρογραφία αρθρογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρθρογραφία < αρθρογράφος + -ία

Ουσιαστικό

αρθρογραφία θηλυκό

  1. το γράψιμο άρθρων
  2. ένα σύνολο άρθρων (με κοινή θεματολογία)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.