αρθρογραφικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αρθρογραφικά < αρθρογραφικός + -ά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αρθρογράφος
Μεταφράσεις
αρθρογραφικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αρθρογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αρθρογραφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.